Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT
Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:
πώς χρησιμοποιείται η λέξη
συχνότητα χρήσης
χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
επιλογές μετάφρασης λέξεων
παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
ετυμολογία
Μετάφραση κειμένου με χρήση τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιοδήποτε κείμενο. Η μετάφραση θα γίνει με τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης.
Συζήτηση ρημάτων με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης ChatGPT
Εισάγετε ένα ρήμα σε οποιαδήποτε γλώσσα. Το σύστημα θα εκδώσει έναν πίνακα συζήτησης του ρήματος σε όλες τις πιθανές χρόνους.
Αίτημα ελεύθερης μορφής στο ChatGPT τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιαδήποτε ερώτηση σε ελεύθερη μορφή σε οποιαδήποτε γλώσσα.
Μπορείτε να εισαγάγετε λεπτομερή ερωτήματα που αποτελούνται από πολλές προτάσεις. Για παράδειγμα:
Δώστε όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την ιστορία της εξημέρωσης κατοικίδιων γατών. Πώς συνέβη που οι άνθρωποι άρχισαν να εξημερώνουν γάτες στην Ισπανία; Ποιες διάσημες ιστορικές προσωπικότητες από την ισπανική ιστορία είναι γνωστό ότι είναι ιδιοκτήτες οικόσιτων γατών; Ο ρόλος των γατών στη σύγχρονη ισπανική κοινωνία.
прил.
1) устар. Принадлежащий другому или другим; не собственный, не свой, чужой.
2) перен. Не обладающий чем-л., такой, которому нельзя приписать что-л.
3) устар. Не связанный родственными отношениями; неродной, чужой.
4) перен. Такой, с которым нет подлинной близости, далекий по духу, взглядам, интересам; чужой.
5) перен. Отчужденный, отрешенный; чуждый.
ЧУЖДЫЙ
1. лишенный чего-нибудь, какого-нибудь (обычно отрицательного) свойства (книжн.).
Человек, ч. ревности. Чужд зависти.
2. далекий (в 3 знач.) не имеющий ничего общего с кем-чем-нибудь, инородный.
1.только·полн. То же, что чужой в 1 ·знач. (·устар. ). "Онегин был готов со мною увидеть чуждые страны." Пушкин. "Однажды, близ кагульских вод, мы чуждый табор повстречали." Пушкин.
2.кому-чему, для кого-чего. То же, что чужой в 4 ·знач. "Я настолько же чуждым народу умираю, как жить начинал." Некрасов. Чуждые элементы. Этот человек мне совершенно чужд.
3.чего. Не обладающий чем-нибудь, такой, кому или чему нельзя приписать чего-нибудь. Человек, чуждый зависти.